- σωματοφόρος
- -ον, ΜΑ(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμαμσν.αυτός που μεταφέρει νεκρόαρχ.(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματοφόρος — bearing a metallic substance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плотоносный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σωματοφόρος) имеющей тело; облеченный в тело (Ав. 16 п. 9 Бог … Словарь церковнославянского языка
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek